ἄσκαστος
Look at other dictionaries:
άσκαστος — η, ο (Α ἄσκαστος, ον και ἄσχαστος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει σκάσει, δεν έχει ανοίξει («άσκαστο μπουμπούκι», «άσκαστο κάστανο») 2. εκείνος που δεν έχει εκραγεί («άσκαστη μπόμπα») 3. εκείνος που δεν τον σκάνε, δεν τον στενοχωρούν οι άλλοι… … Dictionary of Greek
άσκαστος — η, ο 1. αυτός που δεν άνοιξε: Τα μπουμπούκια ήταν ακόμη άσκαστα. 2. αυτός που δεν έσκασε: Η οβίδα έπεσε, αλλά έμεινε άσκαστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)